- δοξοφαγια
- δοξοφαγίαδοξο-φᾰγίαἥ жажда славы, тщеславие Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δοξοφαγία — δοξοφαγία, η (Α) ακόρεστη επιθυμία για δόξα, για φήμη … Dictionary of Greek
δοξοφαγίαν — δοξοφαγίᾱν , δοξοφαγία hunger after fame fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek